Γεννήθηκε στην Ηλιούπολη της Λιβανησίας Φοινίκης (σημερινός Λίβανος), από γονείς καταγόμενους από τη Σαμάρεια. Σύμφωνα με τους συναξαριστές ήταν πόρνη και με την εκτυφλωτική ομορφιά της παρέσυρε πολλούς άνδρες στην αμαρτωλή ζωή, ενώ συγχρόνως δημιούργησε μεγάλη περιουσία.
Έπειτα από μία σοβαρή ασθένεια εγκατέλειψε τη γενέτειρά της, αλλά ένα χρόνο αργότερα επέστρεψε και εγκαταστάθηκε στην άκρη της πόλης. Εκεί γνώρισε κάποιον μοναχό, μετανόησε κι έγινε χριστιανή και βαπτίστηκε από τον επίσκοπο Θεόδοτο. Από τότε άλλαξε η ζωή της, χάρισε όλη της την περιουσία στην τοπική εκκλησία και πήγε σε κάποιο μοναστήρι, όπου έζησε βίο ασκητικό ως τη στιγμή που οι πρώην εραστές της τη διέβαλλαν στον τοπικό ηγεμόνα Αυρηλιανό. Η Ευδοκία δικάστηκε και αθωώθηκε, όταν κατόρθωσε να αναστήσει το νεκρό παιδί του Αυρηλιανού και να προσελκύσει και τον ίδιο στο Χριστιανισμό.
Αργότερα, οδηγήθηκε σ’ έναν άλλο ηγεμόνα, τον Διογένη, ο οποίος την άφησε ελεύθερη, αφού η Ευδοκία και πάλι θαυματούργησε. Οι κατήγοροί της επέμειναν και την οδήγησαν ενώπιον του άρχοντα Βικέντιου, ο οποίος διέταξε τον αποκεφαλισμό της.
Υμνολογία
Απολυτίκια
Εν σοι Μήτερ ακριβώς διεσώθη το κατ᾽ εικόνα· λαβούσα γαρ τον σταυρόν, ηκολούθησας τω Χριστω, και πράττουσα εδίδασκες, υπεροράν μεν σαρκός, παρέρχεται γαρ· επιμελείσθαι δε ψυχής, πράγματος αθανάτoυ· διό και μετά Αγγέλων συναγάλλεται, Οσία Ευδοκία το πνεύμα σου.
Φόβον ένθεον, αναλαβούσα, κόσμου έλιπες, την ευδοξίαν, καὶ τω Λόγω Εὐδοκία προσέδραμες, ου τον ζυγὸν τη σαρκί σου βαστάσασα, υπερφυώς ηγωνίσω δι’ αίματος. Μάρτυς ένδοξε, Χριστὸν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημὶν το μέγα έλεος.